- γοργοπόδαρος
- -η, -οαυτός που τρέχει γρήγορα, ο γρήγορος, ο γοργογόνατος: Δεν κατάφερα να πιάσω το γοργοπόδαρο λαγό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γοργοπόδαρος — η, ο αυτός που τρέχει γρήγορα … Dictionary of Greek
αελλόπος — ἀελλόπος ( ποδός), ο, η ομηρικός τύπος αντί ἀελλόπους (όπως ἀρτίπος, οἰδίπος κ.λπ.) (Α) αυτός που είναι γρήγορος στα πόδια σαν τη θύελλα, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + πούς ο σχηματισμός σε πος κατά την αιτ. πόδα, πρβλ. μτγν. τ.… … Dictionary of Greek
ακαμαντόπους — ἀκαμαντόπους ( οδος), ουν (Α) αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς «ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + πούς] … Dictionary of Greek
δρομάρης — ο γοργοπόδαρος, δρομέας … Dictionary of Greek
δρομαίος — α, ο (AM δρομαῑος α, ον και ος, ον) τρεχάτος («έφυγε δρομαίος») νεοελλ. 1. γοργοπόδαρος, ο ικανός να τρέχει 2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δρομαίος ονομασία τού πτηνού εμού τής οικογένειας δρομαιίδες αρχ. 1. (επίθ. τού Απόλλωνος) ο προστάτης τών αγώνων … Dictionary of Greek
δρομερός — ή, ό δρομέας, γοργοπόδαρος … Dictionary of Greek
δρομικός — ή, ό (AM δρομικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δρόμο, στο τρέξιμο («δρομικό αγώνισμα») 2. ο ικανός στο τρέξιμο, γοργοπόδαρος («δρομικός σκύλος») νεοελλ. φρ. α) «δρομικός λίθος ή πλίνθος» αυτός που κατά την οικοδόμηση τοποθετείται … Dictionary of Greek
ελαφοπόδαρος — η, ο 1. (για άνθρ.) γοργοπόδαρος 2. (για ουδ. ως ουσ.) το ελαφοπόδαρο το πόδι τού ελαφιού … Dictionary of Greek
ελαφρόπους — ἐλαφρόπους, ο, η (Α) αυτός που έχει ελαφριά πόδια, ο γοργοπόδαρος … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek